Της Ελένης Τσιάβο

Δολοφονίες, ξυλοδαρμοί, λεκτική βία στην Ελλάδα του 2019

Αδιαμφισβήτητα ένα από τα επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται από υψηλή ανασφάλεια και επικινδυνότητα είναι μεταξύ άλλων και η δικηγορία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ποινικολόγοι οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με πολλές υποθέσεις έχοντας επαφές με διάφορους κατηγορουμένους που έχουν τελέσει ακόμα και πολύ σοβαρά εγκλήματα. Ουκ ολίγες οι φορές που έχουν καταγγείλει απειλές εις βάρος τους, διατρέχοντας κίνδυνο- όπως αναφέρουν- ακόμα και για την σωματική τους ακεραιότητα.
Οι επιθέσεις κατά δικηγόρων που έχουν σημειωθεί κατά καιρούς έχουν ξεσηκώσει ποικίλες αντιδράσεις. Σοκ και αποτροπιασμό προκάλεσε στους νομικούς και όχι μόνο κύκλους η εν ψυχρώ δολοφονία του γνωστού ποινικολόγου, Μιχάλη Ζαφειρόπουλου στο γραφείο του στο Κολωνάκι. Σε κρίσιμη κατάσταση νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ του «Ευαγγελισμού» και η δικηγόρος Αναστασία Τσουκαλά, η οποία τραυματίστηκε βαριά στο αριστερό πόδι, από ναυτική φωτοβολίδα, στη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια. Άλλη περίπτωση είναι αυτή του δικηγόρου, Μιχάλη Τσιχριτζή ο οποίος δέχθηκε επίθεση με άγριο ξυλοδαρμό με αποτέλεσμα να σπάσει το χέρι του. Άγνωστοι φορώντας κράνη πυροβόλησαν και τραυμάτισαν τον 46χρονο δικηγόρο Αργύρη Λίβα την ώρα που έβγαινε από το γραφείο του στο Παλαιό Φάληρο. Οι δράστες τον πέταξαν κάτω από τη μηχανή του και τον πυροβόλησαν τρεις φορές στα πόδια, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί στο Τζάνειο Νοσοκομείο.

Οι υποθέσεις λίγο- πολύ γνωστές σε όλους μας. Τι λένε όμως οι ίδιοι οι δικηγόροι για τους κινδύνους που διατρέχουν στην καθημερινότητα και στην προσωπική τους ζωή;

Παύλος Μαρινάκης, Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος ΟΝΝΕΔ


Η δικηγορία στην Ελλάδα του 2019 αποτελεί έναν συνεχή και καθημερινό αγώνα επιβίωσης, από όλες τις απόψεις.
Δεν είναι μόνο η υπερφορολόγηση και οι υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές που επί της ουσίας ποινικοποιούν την επαγγελματική επιτυχία και μειώνουν τα κίνητρα για εξέλιξη στο χώρο, ιδιαίτερα στους νέους συναδέλφους.
Ούτε ασφαλώς μόνο τα χρόνια προβλήματα δυσλειτουργίας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, οι καθυστερήσεις και η γραφειοκρατεία ή το τεράστιο κόστος της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης για κάθε ενδιαφερόμενο που συχνά επωμίζεται ο ίδιος ο δικηγόρος. Και, ασφαλώς, δεν σκοπεύω να σταθώ προς το παρόν στο τεράστιο ψυχολογικό κόστος και άγχος που κουβαλούν όσοι ασκούν ένα τόσο απαιτητικό επάγγελμα.
Το αίσθημα ανασφάλειας που νιώθουν όλοι οι πολίτες λόγω της ανομίας στην οποία έχουν παραδοθεί σε μεγάλο βαθμό οι πόλεις, έχει άμεση επίπτωση στον κλάδο μας, καθώς εξ ορισμού συναναστρεφόμαστε κάθε λογής παραβάτες. Είναι νωπές ακόμη οι μνήμες από τη στυγνή δολοφονία του συναδέλφου Μιχάλη Ζαφειρόπουλου στο γραφείο του. Είναι δεκάδες τα περιστατικά επιθέσεων και ξυλοδαρμών δικηγόρων, απειλών, εκβιασμών, στα γραφεία τους, στο δρόμο μέρα μεσημέρι, ακόμη και στους χώρους των δικαστικών μεγάρων.
Στην Ελλάδα του 2019, όσο κι αν είναι θλιβερό, οι δικηγόροι, συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης, είμαστε υποχρεωμένοι να ζητάμε πια το αυτονόητο, την έμπρακτη λειτουργία του Κράτους Δικαίου και την εφαρμογή του Νόμου.

Ιφιγένεια Βασιλοπούλου, Δικηγόρος

Θεμέλιο της Δημοκρατίας αλλά και του κοινωνικού Κράτους Δικαίου αποτελεί και η ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης, της οποίας ο Δικηγόρος είναι συλλειτουργός, μαχόμενος καθημερινά για την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών και την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου.
Η άσκηση της Δικηγορίας είναι λειτούργημα. Είναι όμως και επάγγελμα, από το οποίο ο επαγγελματίας βιοπορίζεται, και μάλιστα επίμοχθο, καθώς στο τέλος της ημέρας η κούραση τόσο από την σωματική όσο και από την πνευματική και εν πολλοίς ψυχική προσπάθεια που έχει καταβάλει, είναι τεράστια.
Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι σε ένα Κράτος Δικαίου και σε μία ευνομούμενη Πολιτεία, ο Δικηγόρος θα πρέπει να χαίρει σεβασμού κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Όμως στην πράξη παρατηρούνται όλο και πιο συχνά φαινόμενα βίας σε βάρος Δικηγόρων, τα οποία φθάνουν κάποιες φορές σε αδικαιολόγητες ύβρεις, ξυλοδαρμούς, απειλές, ακόμα και σε αφαίρεση της ίδιας της ζωής.
Η ανασφάλεια και ο φόβος που συνακόλουθα δημιουργούνται στον μαχόμενο Δικηγόρο από τέτοιου είδους φαινόμενα, σχηματίζουν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω του, καθώς άνθρωποι, κυριευμένοι από το θυμικό τους και χωρίς να σκέφτονται ορθά, εκφράζουν πολλές φορές την αντίδραση και αγανάκτησή τους, εκδηλώνοντας ακόμα και βίαιες συμπεριφορές κατά των Δικηγόρων, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Αυτό συμβαίνει, π.χ. όταν κάποιος Δικηγόρος αναλαμβάνει την εκπροσώπηση ενός κατηγορουμένου, ο οποίος έχει διαπράξει ένα ειδεχθές έγκλημα, η υπεράσπιση του οποίου στην συνείδηση του κόσμου μπορεί να μην είναι αποδεκτή, διότι ο κόσμος πολλές φορές κάνει το λάθος να ταυτίζει τον Δικηγόρο με τον πελάτη του. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του συναδέλφου που ανέλαβε την υπεράσπιση του κατηγορούμενου στην υπόθεση της δολοφονίας της άτυχης Δώρας Ζέμπερη, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε από εξαγριωμένο πλήθος, γεγονός που τον οδήγησε μάλιστα και σε παραίτηση από την υπόθεση. Τέτοιου είδους φαινόμενα είναι άνευ άλλου τινός καταδικαστέα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, πέρα από το ότι η υπεράσπιση αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα όλων των πολιτών και απόκειται στη Δικαιοσύνη να αποφανθεί τελικά για την ενοχή ή μη του δράστη, κανένας δεν μπορεί να είναι αποδοτικός και να ασκεί το επάγγελμα του με αξιοπρέπεια, όταν έρχεται αντιμέτωπος με επαπειλούμενα φαινόμενα βίας στο πρόσωπό του, επειδή κάνει απλώς την δουλειά του.
«Βίος βίου δεόμενος ουκ έστιν βίος», δηλαδή «Η ζωή που φοβάται τη ζωή δεν είναι ζωή».

Ηλίας Σιδέρης, Δικηγόρος

Οι επιθέσεις σε δικηγόρους είναι φαινόμενο, που πάντα ήταν επίκαιρο. Μετά την δολοφονία του Μιχάλη Ζαφειρόπουλου, αλλά και τις δεκάδες απόπειρες σωματικών βλαβών εναντίον συναδέλφων, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι οι ασκούμενη βία έχει αναβαθμιστεί ποιοτικά. Όλοι όσοι είμαστε ενεργοί “δικαστηριακοί” δικηγόροι, έχουμε αντιμετωπίσει ελαφρές απειλές, εξυβρίσεις από “αδικημένους” αντιδίκους ακόμα για δικαστικές διαμάχες ήσσονος σημασίας, ενώ για όσους από εμάς, έχουν κατά κύρια απασχόληση υποθέσεις ποινικού δικαίου και αναγκαστικώς συναναστρεφόμαστε ανθρώπους με εντελώς διαφορετικό σύστημα αξιών, από αυτό του μέσου ανθρώπου, είμαστε, ταυτοχρόνως, περισσότερο εξοικειωμένοι με την διαχείριση του αντιδραστικού πελάτη.
Ο δικηγόρος του αντιδίκου, ακόμα και σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, είναι πάντα ο “κακός” και το “λαμόγιο”. Είμαστε συνηθισμένοι να ακούμε τους πελάτες μας, να βρίζουν τον δικηγόρο του αντιδίκου, ξεχνώντας, ότι οι δικηγόροι απλώς εκτελούμε εντολές, απλώς κάνουμε την δουλειά μας. Η εργασία μας και οι υπηρεσίες μας, γίνονται στο πλαίσιο κανόνων και ο κώδικας περί δικηγόρων μας επιβάλλει να έχουμε συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Οι απειλές, οι εξυβρίσεις, οι δολοφονίες, οι στραβές ματιές των αντιδίκων μας, φυσικά δεν συναντώνται σε κανένα άλλο επάγγελμα. Δεν το διανοείται κάποιος μηχανικός ή γιατρός να πέσει θύμα υποτιμητικής συμπεριφοράς, πολλώ δε μάλλον, ανθρωποκτονίας. Βέβαια, ως ένα βαθμό, μπορώ να δικαιολογήσω την συμπεριφορά των πολιτών, αφού ο δικηγόρος ταυτίζεται σύμφωνα με τη λογική τους, με τα συμφέροντα του αντιδίκου, και άρα αυτομάτως γίνεται εχθρός. Φυσικά, εφόσον κάνεις σωστά τη δουλεία σου, σύμφωνα με τον κώδικα δικηγόρων και προσέχοντας την συμπεριφορά σου, έναντι των ανθρώπων που σου εμπιστεύονται την υπόθεση τους, δεν νομίζω ότι μπορεί κάνεις να αντιμετωπίσει πρόβλημα, εκτός από απρόβλεπτες περιπτώσεις, όπως του αειμνήστου Ζαφειρόπουλου.

Δημήτρης Γ. Παπαδημητρόπουλος, Δικηγόρος

Είναι σημαντικά, κατά την άσκηση της Δικηγορίας, η γνώση, η εμπειρία και η οξυδέρκεια του χειριζομένου την υπόθεση Δικηγόρου. Επίσης κρίσιμα είναι, για την εξέλιξή της, το ιστορικό της επίδικης υπόθεσης, αλλά και η νομική ερμηνεία που θα δοθεί από το Δικαστήριο. Κατά δε τη διάρκεια της εξωδικαστικής και δικαστικής διαδικασίας, λόγω του ότι ενδέχεται σε υποθέσεις, ιδίως ποινικού, αλλά και αστικού ενδιαφέροντος που ρυθμίζονται προσωπικές και οικογενειακές διαφορές, αλλά και εν γένει περιουσιακές διαφορές, να αναπτύσσονται μεγάλες αντιδικίες μεταξύ των διάδικων μερών, που κατά περίπτωση μπορεί να εκτραπούν αδικαιολόγητα και εις βάρος του χειριστή την υπόθεση Δικηγόρου, κυρίως της αντίδικης πλευράς, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να αποφεύγεται κάθε πρόκληση τρίτου ή διαδίκου προς το Δικηγόρο, με διατήρηση ήπιων τόνων στην νομική αντιδικία, πράγμα που δεν στερεί τη δυναμική της, αλλά και οι ίδιοι οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι δέον να συνετίζουν ως προς τούτο τους διαδίκους. Επίσης σε περίπτωση που γίνει αντιληπτή η περίπτωση πιθανής τέλεσης ανάρμοστης ή αξιόποινης πράξης εις βάρος του Δικηγόρου, θα πρέπει αφενός μεν αυτός αμελλητί να ζητά τη συνδρομή των Αστυνομικών Αρχών και αφετέρου δε ο ίδιος να λαμβάνει κάθε ατομικό μέσο προστασίας που προβλέπει ο νόμος.

ΠΗΓΗ