Η ίδρυση μιας «Ευρωπαϊκής F.B.I.»: Οι αντιρρήσεις και δυσκολίες

Ζούμε στην εποχή που αλλάζει ριζικά η μορφή και η διάρθρωση του εγχώριου και διεθνούς περιβάλλοντος και διαμορφώνεται η σύγχρονη εγκληματικότητα που αποκτά πλέον διασυνοριακό, οργανωμένο και διεθνικό χαρακτήρα (transnational crime), προκαλεί φόβο και ανησυχία στην κοινή γνώμη και εκτρέφει φαινόμενα ρατσισμού καιξενοφοβίας με βαρύτατες συνέπειες για το δημοκρατικό κράτος δικαίου. Είδαμε τελευταία δράστες τρομοκρατικών επιθέσεων να κινούνται σε περισσότερες χώρες και να εμπλέκονται οι αστυνομικές δυνάμεις αυτών, δημιουργώντας προβλήματα συντονισμού και ελέγχου. Το γεγονός αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει την ανάγκη ουσιαστικότερης αστυνομικής συνεργασίας, την ανάγκη ίδρυσης μιας «Ευρωπαϊκής F.B.I.» με επιχειρησιακές αρμοδιότητες.

2. Η αστυνομική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών άρχισε το 1976 μέσω της αποκαλούμενης «ομάδας Trevi». Στη συνέχεια, η Συνθήκη του Μάαστριχτ καθόρισε τα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος που θεμελίωσαν την ανάγκη για αστυνομική συνεργασία (τρομοκρατία, ναρκωτικά και άλλες μορφές διεθνούς εγκληματικότητας). Έθεσε επίσης την αρχή, βάσει της οποίας δημιουργήθηκε μια «ευρωπαϊκή αστυνομική υπηρεσία» (Europol), η οποία υλοποιήθηκε αρχικά ως Μονάδα Ναρκωτικών Europol. Η Σύμβαση Europol υπεγράφη στις 26 Ιουλίου 1995, επισήμως, όμως, η υπηρεσία άρχισε να ασκεί τα καθήκοντά της μόλις την 1η Ιουλίου 1999, βάσει των ενισχυμένων αρμοδιοτήτων που κατοχυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (που υπεγράφη στις 2 Οκτωβρίου 1997).

3. Με τη δημιουργία του Χώρου Σένγκεν το 1985, η διασυνοριακή αστυνομική συνεργασία έγινε πραγματικότητα. Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το κεκτημένο του Σένγκεν, συμπεριλαμβανομένων των πτυχών που σχετίζονταν με την αστυνομική συνεργασία, ενσωματώθηκε στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και περιλήφθηκε στον «τρίτο πυλώνα» που αποτελούσε αντικείμενο διακυβερνητικής συνεργασίας. Η ίδια διακυβερνητική προσέγγιση χρησιμοποιήθηκε για τα μέτρα αστυνομικής συνεργασίας που θεσπίστηκαν από έναν μικρό αριθμό κρατών μελών στο πλαίσιο της Συνθήκης του Prüm, η οποία περιείχε διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή DNA, δακτυλικών αποτυπωμάτων και λεπτομερών στοιχείων όσον αφορά την ταξινόμηση οχημάτων. Η Συνθήκη του Prüm ενσωματώθηκε πλήρως στην έννομη τάξη της Ένωσης με την απόφαση του Συμβουλίου 2008/615/ΔΕΥ της 23ης Ιουνίου 2008.

4. Ο ρόλος της Europol είναι να συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δράσης των εθνικών αστυνομικών αρχών και των υπόλοιπων παρεμφερών αρχών, διευκολύνοντας τη μεταξύ τους συνεργασία. Η συνεργασία αυτή εστιάζει στην πρόληψη και στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, της διακίνησης ναρκωτικών και άλλων σοβαρών μορφών διασυνοριακής εγκληματικότητας.
Από την 1η Ιανουαρίου 2010, η Europol αποτελεί οργανισμό της Ε.Ε, ο οποίος χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε και απασχολεί σχεδόν χίλιους εργαζομένους (σε αυτούς περιλαμβάνονται πάνω από διακόσιοι αξιωματικοί συνδέσμων). Η έδρα του οργανισμού βρίσκεται στη Χάγη. Βασικός στόχος της Europol είναι να βελτιωθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αστυνομικών αρχών. Προς τον σκοπό αυτό, εκπονεί αξιολόγηση των απειλών όσον αφορά το σοβαρό και το οργανωμένο έγκλημα (SOCTA), η οποία χρησιμεύει ως βάση για τις αποφάσεις του Συμβουλίου, ενώ συντάσσει επίσης και την έκθεση σχετικά με την τρομοκρατική δραστηριότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση: κατάσταση και τάσεις (TE-SAT).

5. Η Europol δεν διαθέτει εξουσίες καταναγκαστικού χαρακτήρα, συνεπώς δεν μπορεί να προβαίνει σε συλλήψεις ή να διενεργεί έρευνες, ωστόσο σημειώθηκε σταδιακή αύξηση των επιχειρησιακών της αρμοδιοτήτων. Για παράδειγμα, η πράξη του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, έδωσε τη δυνατότητα στην Europol να συμμετέχει σε κοινές ομάδες έρευνας και ζητεί από τα κράτη μέλη να κινούν ποινικές έρευνες. Ενισχύθηκαν, επίσης, οι ικανότητές της στον τομέα της ανάλυσης δεδομένων, ιδίως με τη σύσταση, τον Ιανουάριο του 2013, του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τα Εγκλήματα στον Κυβερνοχώρο (EC3), το οποίο είναι αρμόδιο, μεταξύ άλλων, για την αξιολόγηση των απειλών όσον αφορά το οργανωμένο έγκλημα στο διαδίκτυο (iOCTA).

6. Η Europol βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών της Ε.Ε για την επιβολή του νόμου ως απάντηση στις αναδυόμενες απειλές. Μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και στη Κοπεγχάγη στις αρχές του 2015, το Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ανέθεσε στην Europol να δημιουργήσει μια Μονάδα Αναφοράς Διαδικτυακού Περιεχομένου που αποσκοπεί στην καταπολέμηση της διαδικτυακής τρομοκρατικής προπαγάνδας και άλλων εξτρεμιστικών δραστηριοτήτων. Η νέα μονάδα ξεκίνησε τις εργασίες της την 1η Ιουλίου 2015. Έπειτα, μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι τον Νοέμβριο 2015, το Συμβούλιο διεύρυνε περαιτέρω την εντολή της Europol στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας μέσω της συγκρότησης, την 1η Ιανουαρίου 2016, του νέου Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας, στο οποίο τα κράτη μέλη αποστέλλουν εμπειρογνώμονες με στόχο να ενισχυθούν οι δυνατότητες διασυνοριακής έρευνας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ομοίως, μετά την τεράστια εισροή παράτυπων μεταναστών στην Ε.Ε το 2014 και τις αρχές του 2015, η Europol δρομολόγησε την κοινή επιχείρηση MARE τον Μάρτιο του 2015, σε μια προσπάθεια για την ενίσχυση των δράσεων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης ανθρώπων. Επίσης συμβάλλει στην επιχείρηση αυτή μέσω της συμμετοχής της στα νεοδημιουργηθέντα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (hotspots) στα εξωτερικά σύνορα.

7. Τέλος, η Europol έχει εξουσιοδοτηθεί (βάσει απόφασης του Συμβουλίου της 27ης Μαρτίου 2000) να διαπραγματεύεται συμφωνίες με τρίτες χώρες και με μη ενωσιακούς οργανισμούς. Έχει, για παράδειγμα, υπογράψει συμφωνίες συνεργασίας με την Interpol και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 27 Μαρτίου 2013, η Επιτροπή υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο νομοθετική πρόταση, που τροποποιεί την ισχύουσα απόφαση για την Europol, η οποία περιελάμβανε πρόταση συγχώνευσης της Europol με την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία (CEPOL). Η εν λόγω πρόταση συγχώνευσης έχει ήδη τεθεί στο αρχείο, δεδομένου ότι απορρίφθηκε τόσο από το Συμβούλιο όσο και από το Κοινοβούλιο. Τον Μάιο του 2016 το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενέκριναν τον νέο κανονισμό για τη Europol. Με τον νέο κανονισμό διευκολύνεται η συγκρότηση από τη Europol ειδικών μονάδων για την αντιμετώπιση επικείμενων απειλών, θεσπίζονται ρυθμίσεις για τις υφιστάμενες μονάδες (όπως οι προαναφερθείσες μονάδες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας), και προβλέπεται ένα αυστηρότερο καθεστώς προστασίας των δεδομένων, αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση και μεγαλύτερη λογοδοσία της υπηρεσίας, στόχοι που επιτυγχάνονται στο πλαίσιο μιας κοινής ομάδας κοινοβουλευτικού ελέγχου, στην οποία συμμετέχουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια.

8. Παρά ταύτα όμως πρέπει να δημιουργηθούν οι περαιτέρω προϋποθέσεις, ώστε η Europol να καταλήξει να αποτελεί μια ευρωπαϊκή task force που θα δρα σε συνεργασία με τις εθνικές αστυνομικές αρχές για τη δίωξη του εγκλήματος. Αυτό σημαίνει τη δημιουργία μιας «Ευρωπαϊκής F.B.I.» με γενικές αρμοδιότητες. Η Europol πρέπει σύμφωνα με το πνεύμα της επικουρικότητας να ευθύνεται μόνο για λίγες, σαφώς αξιόποινες πράξεις με ευρωπαϊκή διάσταση και κατά τα λοιπά να ενεργεί μόνο σε στενή συνεννόηση με τις εθνικές αστυνομικές αρχές. Η παροχή λειτουργικών αρμοδιοτήτων δράσης στην Europol σημαίνει τη δημιουργία ενότητας μεταξύ γνώσεων και ενεργειών που αφορούν τη δίωξη και η οποία είναι αυτονόητη για κάθε αστυνομία.

9. Η διεθνής αστυνομική συνεργασία προσκρούει σε μια σημαντική δυσκολία: αυτή του συντονισμού. Η εμπειρία δείχνει, όπως είχε παρατηρήσει ο Jean-Claude Monnet, ότι «είναι πολύ ευαίσθητο να επιδιώξεις να συνεργασθούν οι διάφορες δυνάμεις της αστυνομίας, οι οποίες συνυπάρχουν στο εσωτερικό μιας χώρας, που έχουν τον ίδιο ποινικό κώδικα, που μιλούν την ίδια γλώσσα. Πόσο μεγάλη θα είναι», προσθέτει, «η δυσκολία όταν θα πρέπει να συνεργασθούν περισσότερες χώρες των οποίων τα συστήματα των αστυνομιών και της δικαιοσύνης είναι τόσο διαφορετικά;».

10. Η εξέλιξη της διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας προσκρούει σε μια δεύτερη δυσκολία: αυτή του ελέγχου. Η εμπειρία δείχνει πόσο η δυνατότητα αυτονομοποίησης των αστυνομιών ως προς την εσωτερική πολιτική, διοικητική και δικαστική εποπτεία είναι δυνατή. Πως θα ελέγξουμε την ενδεχόμενη εξέλιξη μιας αστυνομικής υπερ-κρατικής γραφειοκρατίας, ικανής να διεξάγει επιχειρησιακές αναγκαιότητες μυστικές και «ανάλογες με τις απαιτήσεις του χώρου» για να λειτουργήσει κατά τρόπο απεντοπισμού σε σχέση με τα εσωτερικά ή εξωτερικά κέντρα ελέγχου; Διότι αυτές ξεπροβάλλουν από παντού, τα κρατικά σύνορα, οι μορφές αστυνομικής συνεργασίας, που εξελίσσονται συνεχώς σήμερα, βρίσκονται σε ένα είδος, όπου οι παραδοσιακοί τρόποι ελέγχου της αστυνομίας-των οποίων η αποτελεσματικότητα είναι περιορισμένη-τείνουν να διακοπούν.

11. Όμως, η πρόοδος μιας πραγματικής συνεργασίας υπερ-κρατικής δεν προσκρούει τόσο στον πολιτικό ή νομικό διαμελισμό του ευρωπαϊκού χώρου, όσο στις αντιρρήσεις όσων εργάζονται για την πορεία της συνεργασίας. Ο Μonnet είχε επισημάνει τρεις :

α. Αντιρρήσεις στο επίπεδο των κρατών, τα οποία επιθυμούν να υπερασπίσουν βήμα προς βήμα την κυριαρχία τους στους παραδοσιακούς τομείς: δικαιοσύνη, αστυνομία, εξωτερικές υποθέσεις, άμυνα.

β. Αντιρρήσεις στο επίπεδο των ανωτέρων πολιτικών αρμοδίων, όπως των Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, οι οποίοι θέλουν να περιορίσουν τα ενδεχόμενα αρνητικά αποτελέσματα από το άνοιγμα των συνόρων και να ενισχύουν την αστυνομική συνεργασία στην Ευρώπη, αλλά χρησιμοποιούν, συγχρόνως, τις υπάρχουσες δομές για να περάσουν σ΄ αυτά τα διεθνή οχυρά άλυτα προβλήματα εσωτερικής τάξης που προκύπτουν από πάθη και αμφισβητήσεις: κυρίως θέματα μετανάστευσης.

γ. Αντιρρήσεις στο επίπεδο των αξιωματούχων σε θέματα ασφάλειας, των οποίων η γνώμη βαραίνει στις αποφάσεις. Λόγω επαγγελματικής πεποίθησης δυσπιστούν για κάθε πορεία απελευθέρωσης που θα ανακουφίζει τις νομικές δυσκολίες που γνωρίζουν καλά και ανταπεξέρχονται και από τις οποίες αντλούν εξουσία και γόητρο.

Το κείμενο αναρτήθηκε στη σελίδα στο fb του policenews.gr από τον Αντιστράτηγο ΕΛ.ΑΣ. ε.α. κ. Ν. Μπλάνη*

Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών