Σε κατ΄οίκον περιορισμό με βραχιολάκι ο παραολυμπιονίκης του Μοσχάτου – Πως έφτασε στο φονικό του 47χρονου;

Σε κατ’οίκον περιορισμό με ηλεκτρονικό βραχιολάκι θα βρίσκεται μετά τη μαραθώνια απολογία του ο 39χρονος παραολυμπιονίκης, ο οποίος κατηγορείται για τη δολοφονία του 47χρονου ξενοδόχου στο Μοσχάτο.

Στην απολογία του που διήρκεσε επί πέντε ώρες ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ήταν σε άμυνα, παίρνοντας πίσω όσα είχε αρχικά καθώς παραδέχτηκε πως το όπλο, με το οποίο έγινε το φονικό ήταν δικό του και όχι του θύματος.

Με τη σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα και ανακριτή ο αθλητής και ιδιοκτήτης πρακτορείου ΟΠΑΠ κρίθηκε ελεύθερος με τον όρο της ηλεκτρονικής επιτήρησης. Ενώπιον του ανακριτή βρέθηκε και ο προπονητής του παραολυμπιονίκη, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης. Έξω από το ανακριτικό γραφείο βρίσκονταν από το πρωί οι γονείς και ο αδελφός του, προκειμένου να συμπαρασταθούν στον αθλητή.

Κατά την έξοδό του από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων, ο συνήγορος υπεράσπισης, Πέτρος Μαντούβαλος, δήλωσε σχετικά:« Είμαστε απολυτά ευχαριστημένοι από την εξέλιξη της δικαστικής διαδρομής. Εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε απολογούμενο ο όρος της ηλεκτρονικής επιτήρησης. Ο παραολυμπιονικης κρίθηκε δράστης υπό ειδικές συνθήκες. Η υπεράσπιση δηλώνει ικανοποιημένη από την εξέλιξη αυτή».

Ο θύτης εξέφρασε τη λύπη του για αυτό που συνέβη. Το καλύτερο μνημόσυνο ήταν ότι ο ίδιος υπήρξε ειλικρινέστατος στην απολογία του. Και αυτή να είναι η συγγνώμη του. Ο κατηγορούμενος είπε πως υπήρξε αντιδικία σφοδρή μετά και την προκλητική παρουσία της άλλης πλευράς. Ζήτησε πολλές φορές συγγνώμη, υποστηρίζοντας πως δεν είχε είχε πρόθεση να προχωρήσει σε ανθρωποκτονία.


Εξερχόμενος μίλησε στους δημοσιογράφους λέγοντας χαρακτηριστικά: 

«Ευχαριστώ πολύ μέσα από την καρδιά μου τη Δικαιοσύνη και εσάς για τα καλά σας λόγια. Λυπάμαι πολύ για αυτό που έγινε. Εύχομαι να μην συμβεί ποτέ σε κανένα άνθρωπο αυτό που έγινε».

«Αν δεν έρθεις να καταθέσεις στο δικαστήριο ότι τα είχες με τη γυναίκα μου όταν ήμασταν παντρεμένοι θα σκοτώσω τη μάνα σου και τον αδελφό σου. Εσύ είσαι άχρηστος. Εσένα δε σε λογαριάζω.”. Αυτά ήταν τα λόγια του 47χρονου ξενοδόχου Μάριου Λουκόπουλου που «όπλισαν» το χέρι του 39χρονου παραολυμπιονίκη της κολύμβησης Βασίλη Τσαγκάρη για να γίνει από τη μία στιγμή στην άλλη δολοφόνος. Έτσι, τουλάχιστον υποστήριξε ο ίδιος απολογούμενος.

«Το θύμα μου επιτέθηκε πρώτος. Είχε βίαιο τρόπο συμπεριφοράς. Φοβήθηκα και άρπαξα ένα όπλο που είχα παράνομα για να προστατευτώ εάν γινόταν ληστεία στο πρακτορείο. Το θύμα μου έπιασε το χέρι και τότε πυροβόλησα για πρώτη φορά. Ο ξενοδόχος μου είπε “τι κανείς; με σκότωσες”. Τότε πυροβόλησα ξανά» είπε.

Ο Βασίλης Τσαγκάρης υποστήριξε, πως το θύμα τον προκάλεσε όταν του ζήτησε να καταθέσει πως η πρώην σύζυγός του ήταν άπιστη. Το μοιραίο πρόσωπο στο έγκλημα, η πρώην σύζυγος του θύματος στην κατάθεσή της πάντως υπογράμμισε πως ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να καταλάβει πως έγινε το φονικό καθώς οι δύο άνδρες δεν είχαν μεταξύ τους κάποια διένεξη. Η ίδια πάντως δηλώνει πως αγαπά ακόμη και σήμερα το 47χρονο ξενοδόχο που δολοφονήθηκε.

Το love story του άτυχου Μάριου Λουκόπουλου με την εντυπωσιακή Κατερίνα, τα μαύρα σύννεφα της σχέσης τους και η μεγάλη καταιγίδα… 

Ένα έγκλημα-δύο πρωταγωνιστές: Ο 39χρονος Βασίλης Τσαγκάρης, παραολυμπιονίκης και ιδιοκτήτης πρακτορείου του ΟΠΑΠ στην οδό Μακρυγιάννη στο Μοσχάτο και ο Μάριος Λουκόπουλος, 47 ετών και ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στο Νέο Φάληρο στην οδό Φαληρέως.

Ανάμεσά τους, μια γυναίκα: Η σαραντάχρονη Κατερίνα Κ., πρώην σύζυγος του Μάριου Λουκόπουλου και σύμφωνα με μαρτυρίες νυν σύντροφος του παραολυμπιονίκη.

Μια γυναίκα που όπως έλεγε το θύμα, Μάριος Λουκόπουλος, σε φίλους και γνωστούς, ήταν «η μια και μοναδική γυναίκα της ζωής μου».

Ο μεγάλος έρωτας στους προσκόπους και μια ευτυχισμένη οικογένεια

Όταν ο Μάριος γνωρίζει την Κατερίνα είναι και οι δύο παιδιά, με πολλά όνειρα και κοινά ενδιαφέροντα ένα εκ των οποίων το πάθος τους για τον προσκοπισμό. Εκεί γνωρίζονται, εκεί γίνονται αχώριστοι, δύο κολλητοί φίλοι που περνούν ατέλειωτες ώρες μαζί. Το πρώτο διάστημα κανένα ερωτικό στοιχείο δεν «απειλεί» την ισορροπία της σχέσης τους, κανείς από τους δύο τους δεν έχει βλέψεις για κάτι παραπάνω πέρα από μία δυνατή φιλία. Είναι αχώριστοι και ανοιχτοί να γνωρίσουν ο ένας το ταίρι του άλλου έτσι όπως κάνουν οι καλοί φίλοι. Ωστόσο, όσο περνάει ο καιρός, ο Μάριος αισθάνεται την φιλία του στο πρόσωπο της Κατερίνας να μεταλλάσσεται σε έρωτα σαν κι εκείνους που γράφονται στα παραμύθια. Το ίδιο αισθάνεται και η Κατερίνα με τους δυο τους να συνάπτουν ερωτική σχέση και ν’ ανεβαίνουν λίγο αργότερα τα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Το πρώτο τους παιδί, η κόρη τους, έρχεται στον κόσμο πριν από περίπου εννέα χρόνια για ν’ ακολουθήσει πριν από περίπου έξι χρόνια και ο ερχομός του γιου τους, η τρελή αδυναμία του μπαμπά-Μάριου. Όλα μοιάζουν ιδανικά. Όλα εκείνη την περίοδο είναι ιδανικά. Η Κατερίνα μεγαλώνει τα δυο τους παιδιά ενώ ο Μάριος δουλεύει στην ξενοδοχειακή επιχείρηση του και περνά τον ελεύθερο χρόνο του στον Σκοπευτικό Σύλλογο «Βεληνεκές», στο Χαϊδάρι _ τον οποίο έχει ιδρύσει μαζί με τον κουμπάρο του: «Ο Μάριος ήταν ένας εξαιρετικός σύζυγος και ένας υποδειγματικός πατέρας», λέει άνθρωπος από το φιλικό του περιβάλλον και συνεχίζει: «Η μεγάλη αδυναμία της ζωής του ήταν ο γιος του με τον οποίο περνούσε πάρα πολλές ώρες την ημέρα. Στην Κατερίνα δεν χαλούσε χατίρι και της προσέφερε όλα όσα επιθυμούσε, εκτός από το δικαίωμα να μην τον επιθυμεί…»

Τα πρώτα σύννεφα, η στενή παρακολούθηση και η μεγάλη κατάρρευση

Είναι καλοκαίρι του 2015 όταν ο Μάριος εξομολογείται σε κάποιο φίλο του ότι η σχέση του με την Κατερίνα δεν πηγαίνει καλά. Ότι υποψιάζεται πως κάποιος άλλος άνδρας έχει κλέψει το νου και την καρδιά της. Πως η ζωή του, είναι μάταιη χωρίς εκείνη και μακριά από τα δύο τους παιδιά.

Ο Μάριος παλεύει. Με τις υποψίες του, με την «αναστήλωση» της σχέσης του, με το φόβο του να ζει μακριά από εκείνη. Μάταια. Η απόφαση της Κατερίνας να συνεχίσει την ζωή της μακριά από εκείνον είναι οριστική και αμετάκλητη. Ο Μάριος καταρρέει. Φεύγοντας από την οικογενειακή εστία στο Μοσχάτο δεν παίρνει τίποτε άλλο πέρα από τον όρκο να ξανακερδίσει κάποια στιγμή την καρδιά της Κατερίνας. Δεν πηγαίνει μακριά. Λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του, στο οποίο ζουν τώρα η Κατερίνα και τα δυο του παιδιά, εγκαθίσταται σε μία μικρή ιδιόκτητη γκαρσονιέρα η οποία μάλιστα αποτελεί μέχρι εκείνη τη στιγμή την έδρα του Σκοπευτικού Συλλόγου και βυθίζεται στον πόνο της μοναξιάς, στο αδιέξοδο της ματαίωσης: «Εκείνη την εποχή ο Μάριος ήταν ένας ζωντανός νεκρός», λέει άνθρωπος που τον γνώριζε καλά και συνεχίζει: «Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έχασε πάρα πολλά κιλά και κάθε ενδιαφέρον για ζωή. Έμοιαζε με μοναχικό λύκο που κυνηγούσε επίμονα το θήραμά του, την Κατερίνα.

Πηγαίνει στο σπίτι μόνο για να βλέπει τα παιδιά και να βγάζει βόλτα το σκύλο. Πάντα σαν επισκέπτης, πάντα σαν ανεπιθύμητος. Ήταν αμέτρητες οι φορές που ζητούσε επίμονα στην Κατερίνα να κάνουν προσπάθειες για να τα ξαναβρούν, όμως εκείνη ήταν ανένδοτη. Ήθελε μια νέα ζωή. Μια άλλη ζωή. Οι υποψίες του, ότι υπάρχει στη ζωή της ένας άλλος άνδρας τον ωθούν στο να βάλει άνθρωπο για να τους παρακολουθήσει. Ο εν λόγω άνθρωπος, λίγο διάστημα αργότερα, ανακαλύπτει ότι η Κατερίνα έχει σχέση με τον Βασίλη Τσαγκάρη όταν τους εντοπίζει σε κάποιο πολύ γνωστό ξενοδοχείο των νοτίων προαστίων. Τα νέα, τρελαίνουν τον Μάριο οδηγώντας τον στην απαγωγή της Κατερίνας. Η γυναίκα, σύμφωνα με δικές της μαρτυρίες, βρίσκεται δεμένη στην γκαρσονιέρα του πρώην συζύγου της κι όταν εκείνος την αφήνει ελεύθερη κατευθύνεται στο αστυνομικό τμήμα και του υποβάλλει μήνυση. Η αστυνομία δεν βρίσκει τον Μάριο αλλά κάποια όπλα τα οποία και κατάσχει. Η κατήφορός του μοιάζει να μην έχει τέλος.

Ο τσακωμός του με τον κουμπάρο του και νυν πρόεδρο του Σκοπευτικού Συλλόγου, τον οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση, στην πεποίθηση πως όλοι τον καταδιώκουν και κυρίως τον απορρίπτουν. Ο μοναχικός λύκος έχει τώρα μετατραπεί σε έναν δυστυχισμένο άνθρωπο, έναν εμμονικό άνδρα που έμελλε να χάσει τη ζωή του από βαθιά αγάπη, έτσι όπως ο ίδιος την εννοούσε και την κατανοούσε.