Υπήρξε ρατσιστικό κίνητρο στην αστυνομική δράση ή μήπως «ρατσισμός» σε βάρος των αστυνομικών;

Παρατηρήσαμε τελευταία τις αντιδράσεις κάποιων αστυνομικών και των συνδικαλιστικών τους φορέων, στη σύλληψη και δίωξη των συναδέλφων τους για παράνομη συμπεριφορά σε βάρος συμπολίτη μας Ρομά (άρθρο 137 Α Π.Κ.). Εκτός από τη φυλετική αναφορά προβάλλονταν κατά κόρον το «ποινικό» παρελθόν του και η εγκληματική του δράση. Ότι δηλαδή το θύμα της «αστυνομικής βίας» ήταν «σεσημασμένος» δράστης σωρείας εγκληματικών πράξεων. Και επομένως κακώς διώκονταν οι αστυνομικοί. Ή ακόμη ότι «κακώς» καταδικάστηκαν από το αρμόδιο Δικαστήριο. Δεν εστίαζαν στο γεγονός της απαράδεκτης συμπεριφοράς των συναδέλφων τους και αν πράγματι υπήρξε ρατσιστικό κίνητρο. Και κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να «παίξουν» τα γνωστά παιγνίδια του συνδικαλιστικού ή ακόμη και πολιτικού «ακτιβισμού», επιχειρώντας να «χαϊδέψουν αυτιά» και να αντλήσουν «συμπάθειες» και ψήφους, αγνοώντας, ότι σε καμιά περίπτωση τα «θέλω της μάζας» δεν μπορεί να καθοδηγούν και να κατευθύνουν τα «θεσμικά πρέπει». Τελικά ο εν λόγω «ακτιβισμός» μήπως δεν έκανε καλό στους συναδέλφους, αφού το Δικαστήριο εξάντλησε την αυστηρότητά του;


Όμως ως γνωστόν, ο αστυνομικός ενεργεί κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του … «με βάση τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της επιεικείας, της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και του σεβασμού της διαφορετικότητας των ατόμων» (άρθρο 1 περ.δ΄του π.δ.254/2004 «Κώδικας δεοντολογίας του αστυνομικού»). Επίσης…. «εκτελεί τα καθήκοντά του με αμεροληψία, αντικειμενικότητα…..προστατεύοντας,χωρίς διάκριση, όλους τους πολίτες» (αρθρο 2 περ.γ΄), «βεβαιώνει χωρίς διακρίσεις τις παραβάσεις του νόμου, ενεργώντας με ευθυκρισία, ψυχραιμία και ευγένεια….αποφεύγοντας τις αντιδικίες και τις υπερβολές» (περ.ζ΄). Κατά τη σύλληψη…. «ενεργεί με σύνεση και σταθερότητα, τηρεί άψογη συμπεριφορά και αποφεύγει κάθε πράξη που μπορεί να βλάψει την τιμή και την αξιοπρέπεια του συλληφθέντος. Χρησιμοποιεί την απολύτως αναγκαία βία και δεσμεύει τον συλληφθέντα μόνον όταν αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος φυγής» (άρθρο 3 περ.α΄). Εξάλλου αποτελεί βασική παράμετρο της συμπεριφοράς του αστυνομικού… «η αποφυγή προκαταλήψεων που έχουν ως αιτία το χρώμα, το φύλο, την εθνική καταγωγή, την ιδεολογία και τη θρησκεία, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ηλικία, την αναπηρία, την οικογενειακή κατάσταση, την οικονομική και κοινωνική θέση ή άλλο διακριτικό στοιχείο του ατόμου» (άρθρο 5 παρ.3).


Οι εν λόγω ρυθμίσεις περιλαμβάνονται και σε διεθνή κείμενα, όπως α) η διακήρυξη κανόνων δεοντολογίας για την αστυνομία (Απόφαση Νο690/1979 Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης), β) ο Κώδικας συμπεριφοράς των αρμοδίων οργάνων για την εφαρμογή των νόμων (ΝοΑ/RES/34//169/5-2-80 Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε.) και γ) ο Κώδικας δεοντολογίας του αστυνομικού (Διεθνής Οργάνωση των Αρχηγών της Αστυνομίας 1987).


Με τις διατάξεις του ν. 3304/2005, ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000/43/ΕΚ για την καταπολέμηση των διακρίσεων και την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως εθνικής ή φυλετικής καταγωγής, καθώς και για την καταπολέµηση των διακρίσεων λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισµού στον τοµέα της απασχόλησης και της εργασίας. Εξάλλου κατά τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, εκτός των άλλων, η τέλεση της πράξης από μίσος προκαλούμενο λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του παθόντος και η ποινή δεν αναστέλλεται (άρθρο 79 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 66 του ν.4139/2013). Στην απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να αναφέρονται ρητά οι λόγοι, που δικαιολογούν την κρίση του για την ποινή.


Είναι γνωστό επίσης, ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες, που ο αστυνομικός «κάθεται στο ίδιο σκαμνί του κατηγορουμένου» με αυτόν που συνέλαβε, ύστερα από μήνυση του εμπλεκομένου στην υπόθεση κατηγορουμένου ιδιώτη, ο οποίος (δεν αποκλείεται να) αποβλέπει στην «προνομιακή μεταχείρισή του» και στην αποδυνάμωση της κατηγορίας. Και αυτό γιατί ο αστυνομικός, ο οποίος εμπλέκεται στη σύλληψη, κατά κανόνα είναι αυτός, που καταθέτει ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του εμπλεκομένου, ενώ παράλληλα ο ιδιώτης θα καταθέσει ως μάρτυρας κατά του αστυνομικού.


Το Δικαστήριο, πριν εξαντλήσει την αυστηρότητά του (διότι πράγματι η ποινή που επέβαλε είναι υπέρμετρα αυστηρή, αφού αναγνώρισε και ρατσιστικό κίνητρο και προσέλαβε ατιμωτικό χαρακτήρα), έλαβε υπόψη του το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η καταγγελία;;; Υπήρξε ρατσιστικό κίνητρο και μίσος;;; Δηλαδή ένας αστυνομικός, που έχει κάποια «δικαιολογημένη προκατάληψη» εναντίον ενός κακοποιού, επειδή τον έχει «ταράξει στην παρανομία», θα αντιμετωπίζεται διαφορετικά αν ο τελευταίος δεν είναι «λευκός» αλλά «έγχρωμος»;;; Το «πάθος» ή ο «υπερβάλλων ζήλος» του αστυνομικού στη δίωξη του εγκλήματος και των κακοποιών συνιστά μίσος;;; Αυτό είναι το πνεύμα του νόμου;;; Πάντως το βάρος της απόδειξης στην ποινική δίκη έχει ο καταγγέλλων. Αξιωματικός, που παρακολούθησε τη δίκη, σχολίασε, ότι διέκρινε μια «προκατάληψη» και μεροληπτική, σε βάρος των κατηγορούμενων αστυνομικών, στάση του Δικαστηρίου, αφού αντιμετωπίστηκαν σαν «τρομοκράτες», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Όμως το Δικαστήριο κρίνει με βάση τη δικογραφία και τα στοιχεία, που προσήγαγε η Υπηρεσία, που διενήργησε την προανάκριση (Εσωτερικών Υποθέσεων). Θα ήταν ευχής έργον λοιπόν, η δευτεροβάθμια κρίση του Δικαστηρίου να «διορθώσει» τις τυχόν υπερβολές και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων.


Με τις διατάξεις του άρθρο 40 παρ.2 του ν.1481/1984 προβλεπόταν η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 του Κ.Π.Δ. για τους αξιωματικούς της αστυνομίας, η οποία όμως καταργήθηκε (στο πλαίσιο της αποσυμφόρησης και αυτό;;;) με τις διατάξεις του ν.3904/2010. Θεωρούμε, ότι αυτή πρέπει να επανέλθει για όλες τις περιπτώσεις εγκλημάτων με δράστες αστυνομικούς, που διαπράττονται κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας και εξαιτίας αυτής (ή τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αποδίδεται ρατσιστικό κίνητρο), ώστε να «λογοδοτούν» σε ανώτερο δικαστήριο, που παρέχει περισσότερες εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης.


Σε κάθε περίπτωση οι «προκαταλήψεις» δεν έχουν θέση, τόσο στην άσκηση της αστυνομικής αρμοδιότητας, όσο και στην άσκηση της προανακριτικής και δικαιοδοτικής εξουσίας των αρμοδίων οργάνων.

Το κείμενο αναρτήθηκε στη σελίδα στο fb του policenews.gr από τον Αντιστράτηγο ΕΛ.ΑΣ. ε.α. κ. Ν. Μπλάνη*

Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών